Η μέρα του κοχλία

Γιώργος Ανδρέου, Συνθέτης, Νομική Θεσσαλονίκης

Μανώλης Φάμελος

Λουΐζα Ζαούση

Διονύσης Τσακνής

Λευτέρης Παπαδόπουλος

Μάνος Κοντολέων Συγγραφέας

Κώστας Γεωργουσόπουλος

Ο Μανουήλης, ΜΙΛΤΟΣ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣ (συνθέτης) – ΠΑΝΤΕΙΟΣ 1974

Στάθης (Σταυρόπουλος) σκιτσογράφος

Ηλίας Κατσούλης στιχουργός

Ο Γιάννης Ξανθούλης θυμάται…


 

Φοιτητική ΕΠΙκοινωνία

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1998ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1999

Τεύχος 41

 

 

Η μέρα του κοχλία

Φοιτητικές ιστορίες

Επιμέλεια: Σοφία Λιάκου

 

Εχμ, τώρα μάλιστα! Όχι δηλαδή πως, αν ήταν το θέμα διαφορετικό, θα είχα περισσότερη τύχη».

Για να λέμε την αλήθεια, η μόνη του σχέση με αυτούς τους «κοχλίες δίχως τέλος», ήταν το κουρδιστήρι των κλειδιών της λύρας του. Και σαν να έφτανε αυτό, είναι κι εκείνη η καταραμένη μελωδία που του τριβελίζει το μυαλό κάθε φορά που καθόταν στο έδρανο για να δώσει εξετάσεις. Μια χαριτωμένη, μονότονη μουσική που χαιρέκακα πέρναγε στη λήθη κάθε φορά που έφευγε από το Πολυτεχνείο. Τρία χρόνια τώρα η ίδια ιστορία.

Εκείνη την ημέρα όμως είχε έρθει οργανωμένος. Φανταστείτε τη σκηνή: ξετρυπώνει σα σκονάκι το μικρό μαγνητόφωνο κι αρχίζει να ψιθυρίζει το σκοπό να φυλακίζει με ηδονή μία μια τις νότες που τόσο καιρό παρέμεναν ασύλληπτες. «ο Γιάννης θα ξετρελαθεί!», σκέφτηκε χαμογελώντας.

Ο Γιάννης όμως είχε ήδη ξετρελαθεί όχι ακόμα με την μελωδία του Μάνου – εξάλλου δεν είχε προλάβει να την ακούσει. Γαλάζιο, γαλάζιο απέραντο, γαλάζια ραψωδία, γαλάζιος Δούναβης όπως τα μάτια της. Ο άνθρωπος είχε ξεφύγει. Αυτό φαίνεται εξάλλου κι απ’ τους τελευταίους στίχους που έδωσε στο Μάνο να μελοποιήσει:

«Εγώ ξυπνάω απ’ τις σειρήνες των περιπολικών κι εσύ δε ρίχνεις μια ματιά σε μένανε στο μάθημα των Ιταλικών».

Ο φίλος μου για να μην τον πληγώσει τους δέχτηκε.

Την ημέρα του Κοχλία, όμως η κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Τα πάντα γύρω του είχαν γίνει γαλάζια. Γαλάζιος ο ουρανός, κι ας έβρεχε, γαλάζια τα ταξί κι ας βρισκόταν στην Αθήνα, γαλάζια τα τριαντάφυλλα.

Μόλις είχε φύγει από τη σχολή κι ήταν έτοιμος να ξεκινήσει με το που άναψε το φανάρι. Βέβαια το φανάρι ήταν γαλάζιο, παρόλο που ήταν κόκκινο. Μια γνώριμη φωνή τον έσωσε απ’ την παράβαση: «Γιάννη, το βρήκα! Το θυμήθηκα!» Ήταν ο Μάνος.

Το βράδυ βρήκε και τους δύο στο γνώριμο μέρος. «Νόμιζα πως και μ’ αυτό το τελευταίο» ξέρετε, τη μελωδία των εξετάσεων «έχουμε φτάσει σε ικανοποιητικό αριθμό τραγουδιών. Πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε όνομα!». Έτσι ήταν. Το δίδυμο σκόπευε να ηχογραφήσει ένα μέρος απ’ το υλικό του και το όνομα για το γκρουπ ήταν πλέον επιτακτική ανάγκη. Τίποτα όμως μέχρι στιγμής δε φαινόταν αρκετά καλό.

«Γιάννη, την είδες καθόλου σήμερα;»

Δεν την είχε δει εδώ και τρεις μέρες. Ο Μάνος όμως ρώτησε γιατί την είχε δει αυτός. Δεν ήταν μόνη κι έψαχνε τον τρόπο για να του το πει. Του άφησε κάποιες αιχμές την ώρα που σκάρωναν τους στίχους στο τελευταίο κομμάτι, αλλά μάταια. Μέχρι και όνομα γκρουπ του πρότεινε υπαινισσόμενος κάτι τέτοιο. ΑΠΑΤΗΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ, αλλά μάταια. Ο Γιάννης είπε ότι ήταν πολύ σκοτεινό για τη μουσική τους κι η αλήθεια αυτή ότι έψαχναν καιρό για ένα αισιόδοξο όνομα.

Η ώρα ήταν περασμένη κι αποφάσισαν να κοιμηθούν στο στουντιάκι αντί να πάνε σπίτι. «Απατημένε εραστή καληνύχτα», είπε με κρυφή πίκρα ο Μάνος. Ο Γιάννης γέλασε δυνατά και σκεπάστηκε μέχρι πάνω. Ξεχασμένη ανοιχτή ή τηλεόραση διαφήμιζε το πρόγραμμα της επόμενης μέρας.

6.30 Δελτίο Ειδήσεων στα Αγγλικά

7.00 Τηλεμάρκετινγκ

8.00 Πρωινό με την Καλλιόπη Γρηγοριάδου

10.00 Κινούμενα Σχέδια 


 

ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΙΟΥΝΙΟΣ – ΙΟΥΛΙΟΣ 1998

ΤΕΥΧΟΣ 38

 

Ο Γιάννης Ξανθούλης θυμάται…

 

Διδότου και Ανδρέα Μεταξά

 

Στα φοιτητικά μου χρονιά μπορεί να ανακάλυψα αρκετά πράγματα, μπορεί να μπήκα με τις πολύ προσωπικές μου ταχύτητες σε ιδεολογικά και κυρίως αισθητικά τοπία ενθουσιασμένος από τη νεανική μου θολούρα, όμως τώρα που καβατζάρισα τον μισό αιώνα σκέφτομαι πως πάνω απ’ όλα ξεκαθάρισα την αισθηματική γεωγραφία της Αθήνας και ειδικά την αύρα της περιοχής, των οδών Ανδρέα Μεταξά και Διδότου που είναι και η συνέχεια η μεν της δε.

Μιλάμε πάντα για οριακές περιοχές Εξαρχείων και Νεάπολης που εκείνη την εποχή, στα μισά του ’60 και παρά πέρα, δεν είχαν τα σημερινά τους γνωρίσματα. Τουλάχιστον όχι τόσο έντονα. Τα Εξάρχεια μέχρι την οδό Στουρνάρη και προς την Μαυροματαίων ήταν μια καθωσπρέπει μεσοαστική παλαιοαθηναϊκή περιοχή. Το ίδιο και Νεάπολις. Υπήρχαν αρκετοί κλασικοί θερινοί κινηματογράφοι, μια αταξινόμητη φήμη για ποιητές και συγγραφείς που έζησαν στα πέριξ, όπως ο Παλαμάς στην Ασκληπιού, ο Λαπαθιώτης προς την Τοσίτσα, ο Μυριβήλης προς την οδό Ερεσού ή κάπου εκεί γύρω. Για μένα το ενδιαφέρον επικεντρώνονταν στην οδό Ανδρέα Μεταξά που κατοικούσε ως φοιτήτρια της Νομικής η κατόπιν σύζυγος μου, η πανέμορφη μέχρι σήμερα οδός Δελφών με τα νεοκλασικά που έζησε κάποιο διάστημα η Έλλη Λαμπέτη, η οδός Καλλιδρομίου που γνώριζα ότι σ’ ένα «βισκοντικής» φινέτσας σπίτι ζούσε ο Σταύρος Ξαρχάκος κι άλλα ανάλογα. Βρισκόμουνα επίμονα σε στάδιο αναζήτησης αλλά η Αθήνα με την συναισθηματική της ένταση εστιάζονταν κυρίως σ’ αυτές τις περιοχές. Για μένα. Κι έτσι πολλά χρόνια αργότερα όταν έψαξα για ένα πολύ προσωπικό χώρο, επέστρεψα σ’ αυτές τις γειτονιές και δημιούργησα ένα ας το πούμε studio σε κοντινή απόσταση από τη Διδότου, στην οδό Ιπποκράτους. Πολλές φορές, ειδικά τα ήρεμα απογεύματα όταν περπατώ στη Διδότου νιώθω όπως τότε επί φοιτητικών ημερών. Ξεγελιέμαι μάλιστα και κοιτώ στα κουδούνια των κτιρίων για ονόματα φίλων φοιτητών το ’60 που βεβαίως εξαφανίσθηκαν, εισπνέω αρώματα πανομοιότυπα με τα παλιά, οι νεραντζιές, οι δρόμοι, η νύχτα με καθησυχάζουν πως τίποτα δεν άλλαξε. Υπάρχει ακόμα και το μυστηριώδες μπαρ «Σορέντο» στη Διδότου…

Τα απογεύματα των Κυριακών η περιοχή αυτή είναι εξαιρετικά ήσυχη, μεσολαβεί ως μονωτικό και ο θαυμάσιος κήπος του Γαλλικού Ινστιτούτου μεγάλωσαν και τα δέντρα στην Διδότου. Από την Ανδρέα Μεταξά δεν περνώ τακτικά αλλά όποτε το φέρει ο δρόμος μου, σταματώ στον αριθμό 9 και διαβάζω τα ονόματα στα κουδούνια της πολυκατοικίας. Μόνο ο ηθοποιός-συγγραφέας Βασίλης Ανδρόπουλος εξακολουθεί να ζει εκεί. Χαιρετιόμαστε όταν θα συναντηθούμε αλλά σίγουρα δεν με θυμάται ως ερωτευμένο επισκέπτη του 1968.

Την αίσθηση τούτης της συγκεκριμένης περιοχής προσπάθησα να μεταφέρω σε μερικά από τα μυθιστορήματά μου όπως στα δύο πρόσφατα «Το τρένο με τις φράουλες» όπου η ηρωίδα μου μένει στην οδό Καλλιδρομίου και στο τελευταίο «….Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες» που ο κεντρικός ήρωας έχει ένα σπίτι κοντά στη Διδότου προς την οδό Σίνα. Αλλά και το 1991 που έγραψα το βιβλίο «το ροζ που δεν ξέχασα» οι ήρωες ζουν στην Ασκληπιού και στην Αραχώβης και Ιπποκράτους γωνία. Όλα αυτά μου προσφέρουν την ψευδαίσθηση μιας διαρκούς «φοιτητικής» νεότητας αν και δεν υπήρξα ποτέ εραστής της σχολικής ζωής και γενικά των εκπαιδευτικών αναμνήσεων. Παρ’ όλα αυτά…

Ιούνιος 1998

 

 


ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1998

ΤΕΥΧΟΣ 36

 

Γιώργος Ανδρέου,

Συνθέτης,

Νομική Θεσσαλονίκης

 

Ταξίδια μακρινά

 

Έχουν περάσει τόσα χρόνια από το Φθινόπωρο του 1978 που πρωτοπάτησα το πόδι μου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης –φοιτητής Νομικής, παρακαλώ – ώστε να ου φαίνεται πως μιλώ για κάποιον άλλο, κάποιον δυστυχή Σερραίο
επαρχιώτη», αναγκασμένο να παρακολουθήσει ρυθμούς ζωής διαφορετικούς και πολλές ακατανόητους. Δεν είναι και τόσο ευχάριστο να μπαίνουν στη ζωή σου αποστάσεις που για να διανύσεις χρειάζεσαι λεωφορείο, αλλά και καταστάσεις που για να εξοικειωθείς μαζί τους έχει άμεση ανάγκη συμπαράστασης. Ποιο Πανεπιστήμιο θυμάται όμως αυτός ο Σερραίος που αναφέρει παραπάνω; Ποινικούς και Αστικούς Κώδικες αλλά και μάταια φανατισμένες συνελεύσεις «έτους», αφισοκολλήσεις σε απίθανους χώρους και μπογιάντισμα τοίχων και αιθουσών, έτσι που να δείχνουν οι χώροι φοίτησης σαν αχούρι. Από την άλλη όμως, ζει και τη μεγάλη μνήμη μιας πρόσφατης ακόμα οδυνηρής δικτατορίας με τη λαμπερή εξέγερση του Πολυτεχνείου, νιώθει αυτήν την εξαιρετική αύρα της εποχής, όπου το να είσαι φοιτητής σημαίνει πως αισθάνεσαι κομμάτι αναπόσπαστο της κοινωνικής ανησυχίας του τόπου σου, πρόσωπο δηλαδή ενεργό στη μεγάλη περιπέτεια της πολιτικής και πολιτισμικής διαδρομής της εποχής σου.

Γνώρισα φίλους καλούς την εποχή που ήμουν φοιτητής, μερικούς από αυτούς τους συναντώ και τώρα και ανταλλάσσουμε μνήμες, γελάμε με πολλές από τις τότε αυταπάτες μας, θυμόμαστε με συγκίνηση πρόσωπα και στιγμές που η νιότη φωτίζει παντοτινά με ‘κείνη τη νοσταλγία του απρόσμενα μαγικού, όταν ο χρόνος ζούσε μονάχα στο παρόν και το αύριο έμοιαζε πολύ μακρινό, ενήλικο, σχεδόν απωθητικό. Ωστόσο, ακόμα σήμερα, με απασχολεί περισσότερο η απορία της διαδρομής και η εξέλιξη των παλιών μου συναδέλφων, ιδιαίτερα αυτών που ελάχιστες φορές είδα σε κάποιες εξετάσεις ή στο αμφιθέατρο κι ύστερα χάθηκαν για πάντα στου κόσμου τη βουή (όπως λέει στο «Είδα την Άννα κάποτε» ο Διονύσης Σαββόπουλος) και δεν τους ξαναβρήκα. Θέλω να τους φαντάζομαι με την ομορφιά της νιότης, την ανιδιοτέλεια και παθιασμένη αδιαλλαξία της φοιτητικής μας εποχής, μαζί όμως και σοφότερους, πιο ήρεμους και κατασταλαγμένους. Και όσοι έγιναν γονείς, τους βλέπω με τα παιδάκια τους στον ώμο (κατά το πανέμορφο τραγούδι του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα) να μη φοβούνται το αύριο (Διονύσης…) αλλά να το κοιτάζουνε κατάματα με ήρεμη αισιοδοξία. Κι αν κάποιοι δεν «δώσαν όσα δήλωσαν», «όλα θα εκπληρωθούν» - πάλι κατά τη ρήση του Διονύση. Έτσι κι αλλιώς, εγώ που δεν έγινα δικηγόρος αλλά μουσικός, σκέφτομαι πως το καλύτερο του δικηγόρου και του μουσικού είναι να νικούν για τους χαμένους, τους νικημένους και να τους υπερασπίζονται με αγορεύσεις στο δικαστήριο και τραγούδια στο ραδιόφωνο, θυμίζοντας στους δήθεν νικητές την ηθική δύναμη της έντιμης ήττας. Ή όπως λέει ο φίλος Παρασκευάς Καρασούλας στη «Μικρή Πατρίδα» (ένα τραγούδι που έγραψε τα λόγια κι εγώ τη μουσική):

 

«Δεν έκανα ταξίδια μακρινά.

Οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν

δάση.

Οι φίλοι μου φεγγάρια ήταν,

 νησιά.

Που δίψασε η καρδιά μου να τα

ψάξει.

Δεν έκανα ταξίδια μακρινά.

Ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου

φτάνει

Σε όνειρα, σε αισθήματα υγρά

Τον μυστικό τον κόσμο ν’ ανασάνει…»

 

Στους παλιούς μου συμφοιτητές αλλά και στους σημερινούς νεώτερους αφιερωμένο εξαιρετικά.

 

 


 

ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1998

ΤΕΥΧΟΣ 34

 

Μνήμη, Κατηγορίες, Μηχανισμός

 

Μανώλης Φάμελλος Μουσικός Θεσσαλονίκη – Οικονομικό Νομικής (1986 -       )

 

Ο μηχανισμός που απωθεί τις δυσάρεστες εντυπώσεις και εξιδανικεύει τις θετικές. Τελικά ζούμε μ’ ένα παρελθόν που δε ζήσαμε ακριβώς κι έχουμε την εντύπωση ότι δεν το απολαύσαμε όσο είχαμε την ευκαιρία. Πάντα με καταδιώκει αυτό: το φάντασμα της χαμένης ευκαιρίας.

Βηματίζω σ’ ένα δωμάτιο, θέλοντας να τα βάζω όλα σε μια σειρά. Θέλω και προσπαθώ να θυμηθώ αλλά από τι εξαρτάται; Η μνήμη συγκρατεί ή απορρίπτει ερήμην μας (την κρίσιμη στιγμή είμαστε πολύ απασχολημένοι για να επέμβουμε ή απλώς δεν έχουμε τις αισθήσεις μας) θέλουμε ν’ αδειάσουμε το παλιό μας δωμάτιο και κάποια αόρατη φυσική εξουσία καλεί τον «τεχνικό» που αποφασίζει αυθαίρετα τι θα μείνει, τι θα φύγει. Εμείς πάντα, στο επίμαχο σημείο, είμαστε αφηρημένοι, ονειρευόμαστε το νέο, άλλοι το ζούμε ήδη, για να επιστρέψουμε κάποτε τρομαγμένοι. Γιατί τώρα πρέπει να ζήσουμε μ’ όλες τις άχρηστες πληροφορίες που κάποιος επέλεξε να είναι το παρελθόν μας.

Στο τέλος, τα παρατάμε και τα φαντασιώνουμε όλα με την ησυχία μας.

Τώρα ο ενικός. Το επόμενο πρωί στα φοιτητικά δωμάτια ξυπνάω σαν από εφιάλτης, στο ίδιο πάντα σημείο, ίσως και στο ίδιο δωμάτιο. Αστεία επίπτωση, κορίτσια από την επαρχία ταξινομούν τα βιβλία, σύμφωνα με το ύψος, εγώ δεν τα καταφέρνω ποτέ, αμηχανία ή υπερβολική πονηρία δικιά τους ή δικιά μου. Μη με πονέσεις, με πονάς, με πόνεσαν όλα Σόμπες πετρελαίου, αερόθερμα, χαρτική ύλη, οι πριν από λίγους μήνες καλοί μαθητές ξεχωρίζουν απ’ τον τρόπο που κρατούν τους φακέλους με τις σημειώσεις. Επίσης και αυτοί που υπήρξαν άριστοι μαθητές (πολυπληθείς αυτοί) αλλά εκλείπουν οι λόγοι που θα τους έκαναν να συνεχίσουν να είναι. Εικόνα δεύτερη κυλικείο, μέτριας τυρόπιτας, ασυνάρτητες γνωριμίες, κλειστές παρέες – ανοικτές παρέες, δεν είναι διαστροφή να τα νοσταλγεί κανείς αυτά;

Που είναι τελικά οι σημαντικές λεπτομέρειες; Υπήρξαν ποτέ σημαντικές λεπτομέρειες; Γιατί μας διαφεύγουν πάντα; Θέλω να περιγράφω κάποιον και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει ή αγνοούσα εξ’ αρχής τα πάντα γύρω απ’ αυτόν. Θυμάμαι ίσως τον τρόπο που ανασήκωνε το φρύδι του και γύρω απ’ αυτήν την λεπτομέρεια προσπαθώ ν’ ανασκευάσω την εικόνα του μέσα μου. Πόσο κοντά βρίσκεται τ’ αποτέλεσμα στο πρωτότυπο;

Ο Χάρης μισότρελος και μισομεθυσμένος δηλώνει ότι η απουσία νοήματος είναι η βασική αρχή του παντός, το πλήθος συμφωνεί και επαυξάνει. Έπειτα οι θεωρίες του περί τεθλασμένων ανθρώπων και το κοινό μας μίσος για τους ανθρώπους ευθείας και τα παράγωγά τους. (Είχα το προνόμιο να ανήκω στην πρώτ5η κατηγορία, λόγω πολλαπλών – πολιτικών κυρίως – μεταπτώσεων φαντάζομαι). Κι οι στρατιές των τεθλασμένων σαν μπάλες μπιλιάρδου σε αδιάκοπες καραμπόλες στη μαύρη τσόχα του χωρόχρονου. Πάνω μας οι νόμοι της διασποράς και οι θεωρίες των πιθανοτήτων αποκτούν το Άλλο νόημα που δεν είναι παρά η απουσία νοήματος, το τεράστιο στόμα που καταπίνει τις ζωές.

Πάλι προσπαθώ. Σκέφτομαι: Πότε να έκλεισε μέσα μου η πόρτα αυτή και δεν άκουσα τίποτα. Εντυπώσεις ασύνδετες και η μια να διαγράφει την προηγούμενη. Κανένας έλεγχος, το υποσυνείδητο αρνείται να τις ταξινομήσει.

Εικόνα τρίτη: το μυστήριο της αφισοκόλλησης, τα συνεργεία σιωπηλά επί το έργον, αργά τη νύχτα, περαστικοί που κάνουν ως δεν βλέπουν και γω αισθάνομαι κάπως. Πομπή αόρατη επιταφίου, πρόσφυγες από άλλη πόλη. Θέλω να κτυπήσω όλα τα κουδούνια στις εξώπορτες. Σε μια περίπτωση το κάνω, μια τρομαγμένη φωνή στο θυροτηλέφωνο: Αγγελική! Έπειτα εκδρομή διαδήλωση στην Αθήνα. Γιατί; Δεν θυμάμαι. Ξαφνικά αποφασίζω να φύγω. Έφυγα.

Επίσης εκδρομές στην Ιταλία, αποστολές στην Νικαράγουα, καμπύλες πληθωρισμού, καμπύλες ανεργίας, προγράμματα ανάπτυξης προγράμματα κατήχησης. Ανοιχτές φιλοσοφίες. Κλειστές φιλοσοφίες. Ανοικτές παρέες, κλειστές παρέες.

Οι δρόμοι είναι έτοιμοι να πάρουν όποια κατεύθυνση τους ζητήσεις, οι δρόμοι είναι τυφλοί και σε γυρίζουν στην αρχή. Οι ήρωες είναι φρέσκοι και καλοκουρδισμένοι.

Οι ήρωες φοβούνται. Είναι έτοιμοι να προσφέρουν τα πάντα. Κι άλλοι σ’ αυτόν που προσφέρει τα περισσότερα. Κι έπειτα οι ρόλοι αλλάζουν. Κι οι ήρωες αλλάζουν σε κάτι άλλο. Και δεν σταματούν στο δρόμο σαν υπνοβάτες που μόλις ξύπνησαν. Ούτε χαϊδεύουν ηδονικά τις φανταστικές τους πληγές.

Δεν τα κατάφερα τελικά. Κάτι που ελάχιστα γνωρίζουμε (κι ούτε υπάρχει σίγουρος τρόπος να γνωρίσουμε βαθύτερα) μας δίνει ένα σπρώξιμο, βρισκόμαστε σ’ ένα δρόμο και τον ακολουθούμε από κεκτημένη ταχύτητα ίσως, ώσπου να συνέλθουμε απ’ το χτύπημα ή άλλοι από μας για πάντα, οι άνθρωποι ευθείας και οι τεθλασμένοι άνθρωποι, κτίρια κυλικεία, ασυνάρτητες γνωριμίες κλειστές παρέες, ανοικτές παρέες…

 


 

ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1997

ΤΕΥΧΟΣ 32

 

Λουΐζα Ζαούση

Εκδότρια

Νομική Αθηνών : 1954-57

Βακαλόι 1963-66

Φιλοσοφική: Αθ.: 1966-70

 

Αρχές Αυγούστου του 1954 είχα τελειώσει το σχολείο δύο μήνες και βρισκόμουν σε πλήρες χάος. Πρώτος από μηχανής θεός, ο Νίκος Πουλαντζάς, ο παιδικός μου φίλος και μετέπειτα γνωστός διανοούμενος, με έπεισε ότι όφειλα να τον ακολουθήσω στη Νομική Σχολή γιατί αυτός ήταν ο δρόμος ο σωστός. Δύο μήνες εξοντωτικής μελέτης κι έδωσα εισαγωγικές. Πάτωσα στα λατινικά, επέπλευσα στα αρχαία, σάρωσα ιστορία κι έκθεση και πέρασα στο παρά πέντε. Ακολούθησαν δύο χρόνια συμφοράς. Οι φίκοι μου θριαμβεύανε, εγώ έπασχα από κατάθλιψη. Τον τρίτο χρόνο δεύτερος από μηχανής θεός, ο έρωτας, με γλίτωσε από τα καταναγκαστικά έργα. Παντρεύτηκα κι απαλλάχτηκα από τον εφιάλτη της Νομικής Σχολής. Τέρμα οι από μηχανής θεοί.

Σε ηλικία 27 ετών, με δύο παιδιά ήδη, αποφάσισα ότι ήθελα να μάθω γραφικές τέχνες. Πήγα στη Σχολή Βακαλό, που την τέλειωσα μόνο με την επιμέλειά μου, γιατί για ταλέντο ούτε λόγος να γίνεται. Όμως στο μεταξύ φαίνεται ότι είχα αρχίσει να κατασταλάζω και να καταλαβαίνω τι επιτέλους ήθελα. Κι αυτό που ήθελα ήταν να γυρίσω στο Πανεπιστήμιο να σπουδάσω Ιστορία. Αλλά είχαν περάσει τα χρόνια, απαγορεύονταν τότε οι μεταγραφές από τη μια σχολή στην άλλη, έπρεπε να ξαναδώσω εισαγωγικές ήταν κι από την αρχή, απελπισία! Τελικά τα κατάφερα. Άντε λοιπόν ξανά στο πρώτο έτος. Μόνο που τώρα πια είχα βρει την ευτυχία μου και αυτό είχε άμεση συνέπεια στην απόδοσή μου. Το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε στη βυζαντινή ιστορία κι ευτύχησα να έχω ένα λαμπρό δάσκαλο, τον Ξακυνθινό. Τα σχέδιά μου ήταν να προχωρήσω σε μεταπτυχιακές σπουδές. Αλλά δεν πρόλαβα καλά καλά να πάρω το πτυχίο μου και χρειάστηκε να δουλέψω. Αντί σπουδές. Δεν πειράζει, νομίζω ότι τελικά είμαι περισσότερο άνθρωπος της δράσης παρά της μελέτης. Η αγάπη μου για το Βυζάντιο όμως δεν έχει σβήσει. Ελπίζω ότι θα ξαναμπώ σ’ αυτό τον γοητευτικό κόσμο. Από άλλη πόρτα ίσως…

 

 


ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1997 – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1998

ΤΕΥΧΟΣ 33

Διονύσης Τσακνής

Συνθέτης – στιχουργός

 

Την είδηση πως πέρασα στο πανεπιστήμιο, την άκουσα στο υπόγειο όπου έκανα πρόβα με το μαθητικό μου συγκρότημα. Είχα επιστρέψει στην Καρδίτσα μετά απ΄ την καλοκαιρινή μου περιπλάνηση σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και απλώς περίμενα.

Εμείς οι «αρχαίοι» δίναμε εξετάσεις το Σεπτέμβριο. Ολόκληρο το καλοκαίρι ήμουνα στην Αθήνα για φροντιστήριο και η γνωριμία μου με το Θάνο, τον Πέτρο και τους Γιωργάδες προχώρησε στη σύσταση των «Καταλυτών».

Επηρεασμένοι απ’ το μάθημα της Χημείας βλέπεις, αποφασίσαμε να δώσουμε ένα «χημικό» όνομα στο γκρουπάκι μας. Στις αρχές του Σεπτέμβρη ανέβηκα στη Σαλονίκη για τις εξετάσεις. Οι ορμώμενοι βορείως του Δομοκού έδιναν εξετάσεις στη συμπρωτεύουσα, οι νότιοι στην Αθήνα.

«Διονύση πέρασες στην Α.Β.Σ.Π.». Χάρηκα, ήταν βλέπεις το οριστικό μου διαβατήριο για Αθήνα. «Μάγκες σας έρχομαι. Οι «Καταλύτες» έχουν πλέον μόνιμο μπασίστα και τραγουδιστή».

Ξεμπέρδεψα γρήγορα με τα τυπικά, εγγραφή, γιατρούς και τα τοιαύτα και να λοιπόν εγώ, κάτοχος της υπ. Αριθμ. 720121 φοιτητικής ταυτότητας. Φοιτητής με τη βούλα που λένε. Ο Πειραιάς μου έπεφτε βέβαια κάπως μακριά απ’ τους Αμπελόκηπους όπου έμενα, αλλά εκεί θα κολλούσαμε τώρα; Σε λίγες μέρες βγήκαν και τα αποτελέσματα των επιλαχόντων. Ο Θάνος κι ο Γιώργος έγιναν κι αυτοί συμφοιτητές μου. Οι ελευθερίες που απολαμβάναμε τώρα ήταν μεγαλύτερες, δοθέντος ότι ο στόχος του Πανεπιστημίου είχε εκπληρωθεί. Έτσι βρέθηκαν ευκολότερα τα χρήματα για την προκαταβολή της αγοράς των οργάνων καθώς και για το νοίκι του «προβάδικου» στο Ν. Ηράκλειο.

Σε δύο μήνες ήμασταν έτοιμοι και ο έτερος Γιώργος της παρέας που εκτελούσε χρέη μάνατζερ, μας βρήκε δουλειά στο «Φλοίσκο», γωνία Φ. Νέγρη και Ι. Δροσοπούλου. Παίζαμε support στους μεταλλαγμένους (χωρίς τον Πουλικάκο) M.G.C., ενώ σε κάποια μουσικά πρωινά βρεθήκαμε ν’ ανοίγουμε τις συναυλίες πριν απ’ τους, θρυλικούς πλέον, SOCRATES.

Παράλληλα με τη μουσική μου δραστηριότητα, δεν θα μπορούσα να μείνω έξω απ΄ το γενικό αντιχουντικό κλίμα της εποχής. Παιδί αριστερών βλέπεις δεν δυσκολεύτηκα να βρω το δρόμο μου για τις παράνομες οργανώσεις. Οργανώθηκα στην Αντιδικτατορική Ε.Φ.Ε.Ε. και φρόντιζα να είμαι συνεπής παντού. Αναγκάστηκα να κόψω και κάποιες κακές συνήθειες (τζόγος, πόκα και τα ρέστα) αλλά μάλλον σε καλό μου βγήκε.

Απ’ τον πρώτο κιόλας καιρό οι φίλοι στο συγκρότημα, συνήθισαν σε κάποιες εξαφανίσεις μου. «Πάλι μπλεξίματα με την Ασφάλεια έχει ο μαλάκας» έλεγαν μεταξύ τους αλλά προς τιμήν τους, ποτέ δεν μου το πέταξαν κατάμουτρα.

Υπηρετούσε στο σπουδαστικό τμήμα της Ασφάλειας Πειραιά, ένας αστυνομικός (Κοκκινάκης) ο οποίος μάλλον με είχε χρεωθεί. Ηλικιωμένος άνθρωπος ήταν, δύο-τρία χρόνια πριν αν συνταξιοδοτηθεί, έμοιαζε περίπου απρόθυμος στα καθήκοντα της παρακολούθησης και των συλλήψεων με τα οποία τον είχαν φορτώσει. Άλλωστε λόγω ηλικίας έμοιαζε μύγα μέσ’ στο γάλα στις συγκεντρώσεις ή τις συζητήσεις στα καφενεία απέναντι απ’ τη σχολή. Όταν τον έβλεπα να έρχεται προς το μέρος μου, καταλάβαινα πως το αφεντικό του, ο αστυνόμος Τσαλίκης, με ζήταγε για καμιά εκφοβιστική «κουβεντούλα» στο τμήμα. «Πάμε Διονυσάκο». Ούτε ρωτούσα που και γιατί. Τον ακολουθούσα σε απόσταση δυο μέτρων κι εκείνος έδειχνε να το καταλαβαίνει πως τουλάχιστον δεν μπορούσα να βαδίζω μαζί του πλάι – πλάι.

Κάποιο βράδυ Σαββάτου (φίσκα ο Φλοίσκος), λίγο πριν ξεκινήσουμε γύρισα το βλέμμα μου ασυναίσθητα προς την πόρτα και τον είδα. Θύμωσα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι φοβήθηκα. Έτρεξα προς το μέρος του, τον τράβηξα προς την έξοδο και του είπα: «Αφήστε με ήσυχο ρε». – «Δεν με έστειλαν Διονυσάκο, μόνος μου ήρθα, να δω που δουλεύεις και να πιω κάνα ποτό, αλλά πολύ νεολαία ρε παιδί μου, μάλλον δεν με παίρνει, ε;» «Δεν σε παίρνει καληνύχτα».

Λίγους μήνες μετά, η Χούντα έπεσε κι αυτός για ευνόητους λόγους, μετατέθηκε απ’ τον Πειραιά. Δεν τον ξαναείδα. Θα ήθελα όμως να μάθω αν και πως ζει και να τον κεράσω εκείνο το ποτό που ήθελε να πιει, δήθεν αυτοβούλως. Α!!! επί τη ευκαιρία ψάχνω και κάποιον ονόματι Θωμά, με βαθύ σημάδι στο πρόσωπο, δύο – τρία χρόνια μεγαλύτερό μου, για εντελώς άλλους λόγους. Βλέπεις, εκείνη η κλοτσιά στα νερά την ώρα της ανάκρισης, με ταλαιπωρεί ακόμα. Φοράω πάντα καινούργιες μπότες και προπάντων μυτερές.  

 

 


 

ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1997

ΤΕΥΧΟΣ 31

 

Λευτέρης Παπαδόπουλος

Ποιητής – δημοσιογράφος

Νομική Αθηνών 1953-1956

 

Μπήκα στο Πανεπιστήμιο – Νομική – το 1953. Με την πρώτη. Κι ας μην είχα φάει τα παντελόνια μου στην μελέτη. Είχα έναν έρωτα εκείνο τον καιρό – 18 χρονών παιδί ήμουν άλλωστε – που δεν με άφηνε, όχι να διαβάσω, αλλά ούτε και να κοιμηθώ. Φαντάσου, ότι γι’ αυτό τον έρωτα –μια πιτσιρίκα 16 ετών- πήγα στη Νεμέα (127 χιλιόμετρα) με τα πόδια! Όχι γιατί τόχα κάνει τάμα ή είχα βάλει κάποιο στοίχημα, αλλά διότι δεν είχα φράγκο κι έπρεπε να δω, οπωσδήποτε, το κορίτσι!

Τότε, δίναμε τέσσερα μαθήματα: Αρχαία, Έκθεση, Λατινικά, Ιστορία (και σήμερα νομίζω, σε κάποια δέσμη, σ’ αυτά τα τέσσερα μαθήματα εξετάζονται οι υποψήφιοι). Ιστορία, είχα διαβάσει 3-4 μέρες, από ένα βιβλίο του Ν. Τζουγανάτου. Αρχαία –άγνωστο κείμενο- ήμερα. Λατινικά, δεν είχα ιδέα. Όσο για την Έκθεση, έσκιζα! Έγραψα καλά Αρχαία, Έκθεση, Ιστορία. Όσο για τα Λατινικά, είχα μπροστά μου, στο αμφιθέατρο Σόλωνος, τον Βαγγέλη – συμμαθητή μου από το Γυμνάσιο – που έκανε λίγο προς τ’ αριστερά το κορμί του, άπλωνε την κόλλα του δεξιά και μου επέτρεπε να αντιγράφω με πλήρη άνεση.

Αντιγραφή, ευχαριστήθηκα πολύ με τον Βαγγέλη – τώρα είναι αρεοπαγίτης – στο 2ο έτος, στο Δημόσιο Δίκαιο. Πήγα να δώσω εξετάσεις, χωρίς να έχω ανοίξει βιβλίο! Δεν είχα καν βιβλίο! Ο Βαγγέλης –γράφαμε στη μεγάλη αίθουσα στη Σίνα- είχε γίνει σαν κολοκοτρονέικος σουγιάς από το σκύψιμο, για να με βοηθήσει να αντιγράψω. Και αντέγραψα. Αλλά δεν αρκέσθηκα μόνο στην αντιγραφή: αυτά που διάβαζα στην κόλλα του φίλου μου, τα περνούσα στη δική μου… βελτιωμένα, πιο καλογραμμένα. Αποτέλεσμα: Ο Βαγγέλης πήρε 6 και εγώ 7! Κι από τότε, ο παλιός συμμαθητής μου, μου έκοψε την καλημέρα!

Την ίδια χρονιά με μένα, μπήκε στη Νομική και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος – ο σκηνοθέτης – συμμαθητής μου, επίσης, στο Β’ Γυμνάσιο Αχαρνών και Χέιδεν. Αξίζει να τον βρείτε, για να σας γράψει κι αυτός κάτι. Να βρείτε, επίσης και τον Χρήστο Γιανναρά. Τον καθηγητή. Ήταν και αυτός συμμαθητής μου στο Β’ Γυμνάσιο. Όπως και ο Αλέκος Φασιανός, από τον οποίο, όπως είδα, έχετε πάρει συνέντευξη στην Τζια.

Εκείνη την εποχή, η Σόλωνος ήταν γεμάτη καφενεία. Καφενείο απέναντι από το Χημείο, καφενείο απέναντι από τη Νομική, καφενείο εκεί που βρίσκεται το βιβλιοπωλείο «Ενδοχώρα», καφενείο και στη γωνία Σόλωνος και Ομήρου. Τα επισκεπτόμουν και τα τέσσερα. Από το πρωί, ίσαμε το βράδυ. Και έβγαζα ένα γερό μεροκάματο, παίζοντας ξερή. Πρέπει να ήμουν ο καλύτερος ξεραδόρος της εποχής. Θυμόμουν όλα τα φύλλα, έκανα «κόλπα», είχα τον αέρα του νικητή! Οι πάντες με τρέμανε! Κι εγώ τους έδινα να καταλάβουν.

Στις παραδόσεις, πήγαινα σπανίως. Κι αυτές τις σπάνιες φορές, το αποφάσιζα για να κάνω πλάκα. Κυρίως στον Ράμμο, που δίδασκε Πολιτική Δικονομία. Φορούσε κάτι ρούχα σαν ράσα κούτσαινε και αποζητούσε και τον χαβαλέ. Τον προκαλούσε. Άλλο που δεν θέλαμε εμείς: Ο Χατζηγιάννης, ο Γαλανός, η Μαρία Ξυπολιά –μια κούκλα- ο Τσούμας, ο Μπέτσας, ο Σίμος, ο Χρυσολωράς κι εγώ. Δηλαδή: μόλις βλέπαμε το Ράμμο ν’ αρχίζει τη δική του πλάκα, αρχίζαμε κι εμείς να σέρνουμε τα πόδια μας στο τσιμεντένιο δάπεδο. Σε λίγο, αυτό το σύρσιμο γενικευόταν. Ο θόρυβος, ήταν φοβερός! Φυσικά;, ο καθηγητής δεν μπορούσε να συνεχίσει. Τα παράταγε κι έφευγε, έξω φρενών, ενώ το αμφιθέατρο έπεφτε κάτω απ’ τα γέλια.

Μερικές φορές, εμείς που δεν πατάγαμε ποτέ στις παραδόσεις της Σχολής μας, τρέχαμε στις παραδόσεις της Φιλοσοφικής για να χτυπήσουμε γκόμενες. Και χτυπάγαμε! Γιατί στη Φιλοσοφικής, τα κορίτσια ήταν πολλά, ενώ στη Νομική, ούτε τα μισά. Δεν θα ξεχάσω, ένα απόγευμα, που δίδασκε ο Ζακυθηνός, και αναφέρθηκε στο Ρωμανό τον Λακαπηνό. Λεκαπηνός, φώναξε όλη η παρέα, γιατί έτσι τον έγραφαν τα βιβλία μας. Λα, απάντησε, όλο φούρκα, ο καθηγητές. Λε, του ανταπαντήσαμε. Και μ’ αυτό το Λα και Λε, που κράτησε τρία λεπτά, έγινε χαλασμός! Και βέβαια το μάθημα διακόπηκε.

Όπως καταλαβαίνετε, ένας φοιτητής του δικού μου στιλ, δεν μπορεί να πάρει πτυχίο. Δεν πήρα, λοιπόν, πτυχίο. Και ευτυχώς. Μπλέχτηκα με τη δημοσιογραφία και το τραγούδι, όπου οι ορίζοντες είναι πιο ανοιχτοί. Και από το πανεπιστήμιο, δεν θυμάμαι πια, παρά μόνο τις πλάκες, μερικά έξοχα κορίτσια, κάτι μπουγελώματα, δύο-τρεις αράδες από το Ρωμαϊκό Δίκαιο και τους αντιπάλους μου στην πράσινη τσόχα της ξερής.

 


 

ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1997

ΤΕΥΧΟΣ 29

Της Λιάκου Σοφία

 

 

ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

 

 

Μάνος Κοντολέων Συγγραφέας

 

Το 1964 τέλειωσα το Γυμνάσιο κι έδωσα εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Απέτυχα και σε αυτό δεν έφταιγε καθόλου το νέο σύστημα εισαγωγής – το είχαν πει «Ακαδημαϊκό». Η αποτυχία ήταν όλη δικιά μου μιας και δεν είχα αποφασίσει να θυσιάσω τις αγάπες μου – τον Γκάλσγουώρθυ και τον Μωμ – στο βωμό των απαιτήσεων της εξεταστέας ύλης.

Το χειμώνα που ακολούθησε παρακολουθούσα τα περιστέρια να ερωτεύονται στο φωταγωγό που έβλεπε η αίθουσα του φροντιστηρίου και πίεζα τη μνήμη να θυμάται μόνο τύπους της τριγωνομετρίας και τα δάχτυλά μου να σχεδιάζουν τις καμπύλες των ολοκληρωμάτων.

Πέρασα στην τελευταία θέση στο Φυσικό της Θεσσαλονίκης.

Εγκατέλειψα όλα όσα σηματοδοτούσαν τον προσωπικό μου χώρο και βρέθηκα να παγώνω σε ένα δωμάτιο που είχε μια γυμνή λάμπα και δανεικιά κουβέρτα που τη λέκιαζα με τις εκσπερματώσεις των ονείρων μου.

Με τη ρομαντική μονομέρειά μου εμπόδισα τη Θεσσαλονίκη να μου δείξει το ερωτικό της πρόσωπο και κινητοποίησα όλον τον οικογενειακό μηχανισμό για να πετύχω την πολυπόθητη μεταγραφή.

Εγκατέλειψα μαζί μου δυο φιλικές σχέσεις που έμελλε να μου κρατήσουν συντροφιά μέχρι σήμερα.

Η πανεπιστημιακή Αθήνα με υποδέχτηκε στο καταρρέον Μέγαρο Φυσικής με μια κουστωδία βοηθών που το μόνο που ήξεραν να διδάξουν ήταν φοιτητικό ψάρωμα. Η Χούντα επέβαλε τους δικούς της νόμους στη ζωή της Σόλωνος και εγώ βρήκα για μια ακόμα φορά τη ζεστασιά στα μυθιστορήματα της γενιάς του ’30, ενώ ευνούχιζα τα όνειρά μου καθώς έβαζα στοίχημα με τον εαυτό μου να τελειώσω το λάθος που είχα αρχίσει.

Στο πρόσωπο του Αντώνη Λ. ανακάλυπτα μια μυθιστορηματική φιλία και ακόμα θυμάμαι εκείνα τα ηλιόλουστα πρωινά στο σπίτι του στην Καστέλα που αφήναμε άκοπες της σελίδες της Πυρηνικής και τσαλακώναμε βιβλία που μιλούσαν για το νέο κινηματογράφο και τη σχέση της πολιτικής με την καθημερινότητα.

Τα χρόνια περνούσαν με το άγχος της Σεισμολογίας του πτυχίου και ο έρωτας με κυρίευε ακολουθώντας δρόμους που είχαν να κάνουν με τις πολυκατοικίες του Αγίου Λουκά στα Πατήσια.

Οι καούρες στο στομάχι σηματοδοτούσαν τις εξεταστικές περιόδους, το πτυχίο δεν φαινόταν να έχει μπει στην τελική τροχιά του και έτσι αποφασίστηκε ο στρατός, αλλά πιο πριν έγινε μια τρίμηνη γαμήλια βεγγέρα.

Ορκίστηκα παίρνοντας άδεια από το Πολύκαστρο και από εκεί και πέρα όλα όσα ακολούθησαν δεν είχαν σε τίποτε να κάνουν με μια φοιτητική ζωή. Σύζυγος, πατέρας, υπάλληλος. Και ενάντια σε κάθε πρόβλεψη κατάφερα στο τέλος να γράψω και το πρώτο μου βιβλίο. Η ιδιότητα του συγγραφέα αντικαθιστούσε κάθε άλλο επαγγελματικό χαρακτηριστικό που μπορούσε να αφορά τα στοιχεία της ταυτότητάς μου.

Σήμερα δηλώνω – και το εννοώ – πως απ’ όλη εκείνη την περίοδο σπουδών το μόνο που μου είχε μείνει είναι μια αυστηρή ανάγκη δόμησης των κειμένων μου.

Τα φοιτητικά μου χρόνια θα ‘λεγα πως σπαταλήθηκαν αδίκως. Αλλά κάποτε – κάποτε έχω την αίσθηση πως δεν είναι και η μόνη περίοδος της ζωής που τη σπατάλησα. Αυτό όμως, είναι μια άλλη ιστορία.

 


ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΙΟΥΝΙΟΣ 1997

ΤΕΥΧΟΣ 28

Κώστας Γεωργουσόπουλος

Φιλόλογος – κριτικός θεάτρου

Φιλοσοφική Αθηνών 1955-1960

 

«Πριν σαράντα χρόνια»

 

Ήταν Μάρτης του 1957. Πριν ένα χρόνο κλεφτά είχαμε ιδρύσει στη Φιλοσοφική Σχολή τον σύλλογο «Πλάτων». Ιδρυτικά μέλη ο Λεντάκης, ο Κρεμμυδάς, ο Μικελίδης, η Λαμπροπούλου, ο Γεωργίου, η Στέλλα Γεωργούδη, ο Καλομοίρης, ο Μικητόπουλος, ο Πετάκος και ο υποφαινόμενος. Η ενέργειά μας θεωρήθηκε άκρως επαναστατική και αμέσως κληθήκαμε με ατομικές κλήσεις στην Ασφάλεια. Απειλές και τρομοκράτηση. Όταν κάναμε την πρώτη μας συνεδρίαση και καλέσαμε σε γενική συνέλευση τα τμήματα και τα έτη οι ασφαλίτες με τις αλυσιδίτσες μας κυνηγούσαν στους διαδρόμους ζητώντας να κατασχέσουν τα πρακτικά. Για δύο νύχτες κοιμηθήκαμε με τον μακαρίτη πλέον –φευ – Ανδρέα Λεοντάκη με προσκέφαλο τα πρακτικά σε μια σπηλιά στον Υμηττό. Όταν ο Ανδρέας έγινε αργότερα Δήμαρχος Υμηττού την επισκεφτήκαμε με νοσταλγία. Το Μάρτη λοιπόν του ’57 ο σύλλογος με την υποστήριξη της ΔΕΣΠΑ (πρόπλασμα της ΕΦΕΕ) με πρόεδρο τον Απόστολο Κακλαμάνη αποφάσισε να εορτάσει την Εθνική Επέτειο στην ΙΡΙΔΑ αφιερώνοντάς την στα εκατό χρόνια από το θάνατο του Διονυσίου Σολωμού. Εκλήθηκαν και οι πρυτανικές αρχές και οι καθηγητές. Η ΙΡΙΔΑ φίσκα, κρεμασμένοι σαν τα σταφύλια οι φοιτητές και σε κάθε γωνιά οι ασφαλίτες. Εκ μέρους της ΔΕΣΠΑ χαιρέτισε την εκδήλωση ο Διονύσης Μπουλούκος, κόκκινο τότε πανί. Προλόγισε ως πρόεδρος του «Πλάτωνος» ο Λεντάκης και ο υποφαινόμενος εξεφώνησε τον πανηγυρικό αναφερόμενος στο έργο του Σολωμού. Στα πρώτα τρία λεπτά αποχώρησε σύσσωμη η Σύγκλητος και σε λίγο όλοι οι καθηγητές πλην του Γεωργίου Ζώρα. Την επόμενη ο κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής Γεώργιος Κουρμπύλης, καθηγητής γλωσσολογίας παρακαλώ, με κάλεσε στο γραφείο του και με απείλησε με αποβολή δια παντός, για ποιο λόγο νομίζετε; Διότι τόλμησα να μιλήσω δημόσια για το Σολωμό στη δημοτική! Έτσι μετά εκατό χρόνια ο Σολωμός γινόταν ακόμη πιο επίκαιρο αφού ταύτιζε την ελευθερία με τη γλώσσα και μεις σαράντα χρόνια πριν από σήμερα παλεύαμε και για τα δύο!

 


ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΜΑΙΟΣ 1997

ΤΕΥΧΟΣ 27

 

Ο Μανουήλης

ΜΙΛΤΟΣ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ

Συνθέτης – τραγουδοποιός, Μαθηματικό Ηρακλείου 1987-1992,

Φιλοσοφική Ρεθύμνου 1993-1996

 

Τα πρωινά που ξυπνώ στραβά κι ένας διπλός σκέτος με ολίγη από Pink Floyd δεν αρκεί για να μου φτιάξει το κέφι, αναρωτιέμαι πότε ακριβώς, αποφάσισα να μείνω στην Κρήτη. Κι αυτό γιατί τους λόγους που με οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση τους έχω τόσο χιλιοπεί και χιλιοαναλύσει που τους έμαθα και γω απ’ έξω…

Είναι όμως θολή μέσα στο νου μου η εποχή που πήρα αυτή την απόφαση. Θαρρώ πως ήταν τότε που βρέθηκε στο δρόμο μου ο Μανουήλης.

Ήμουν στο τρίτο έτος της Σχολής, ένα έτος άχαρο καθώς στα δυο προηγούμενα έχει εξαντλήσει κανείς όλες τις πιθανές – και απίθανες – κραιπάλες και καλείται ν’ αποφασίσει αν θα το παλέψει το ρημάδι το πτυχίο ή αν θα τα παρατήσει. Ένα βράδυ σαν όλα τα’ άλλα, λοιπόν, γυρίζω σπίτι μοναχός έπειτα από μια εξαντλητική ρακοποσία, θέτοντας διάφορα υπαρξιακά ερωτήματα που γεννάει η νύχτα και το αλκοόλ: ποιος είμαι; που πάω; τι θα κάνει η ΑΕΙ στο ντέρμπι; αυτή είναι η πόρτα του σπιτιού μου; που είναι το κλειδί; και άλλα τέτοια εκλεκτά…

Και τότε μέσα στην ησυχία και το σκοτάδι ακούω ένα σιγανό κλαψούρισμα και κάτι να χαρχαλεύει μέσα στον πλησιέστερο σκουπιδοτενεκέ. Πλησιάζω και τι να δω: Ένα μάτι μου χαμογελούσε. Ένα μάτι κυριολεκτικά, καθώς το άλλο ήτανε κλεισμένο από κάποια μόλυνση και το υπόλοιπο ζωντανό ήτανε θαμμένο κάτω από ένα σωρό πλαστικές σακούλες.

Δεν θυμάμαι γιατί τον βγάλαμε Μανουήλη. Ήταν το πιο καχεκτικό κουτάβι που είχα δει στη ζωή μου. Το γεγονός δε πως ήταν και το μοναδικό κουτάβι που μου είχε κλείσει το μάτι μου υπέδειξε να τον υιοθετήσω.

Θα περιμένετε ίσως ν’ ακολουθήσει μια τυπική ιστορία αγάπης. Απατάσθαι…

Η συγκατοίκηση με τον Μανουήλη ήταν ό,τι πιο δύσκολο μου έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια, κι αυτό γιατί μοιάζαμε σε περισσότερα απ’ όσα μια συγκατοίκηση μπορεί ν’ αντέξει. Κατ’ αρχήν ήμασταν και οι δύο βιβλιοφάγοι: εγώ διαβάζω, ό,τι γραπτό πέσει στα χέρια μου και κείνος έτρωγε ό,τι best seller έπεφτε στα δόντια του – κατά προτίμηση Ξανθούλη και Stephen King αν και δεν έλεγε ποτέ όχι σ’ ένα καλό κομμάτι Umberto Eco ή λίγη Κική Δημουλά.

Εν ολίγοις μου είχε καταστρέψει σε λιγότερο από δυο μήνες τη μισή μου βιβλιοθήκη και το εξοργιστικότερο όλων ήταν το βλέμμα του όταν τον μάλωνα: Ύφος θλιμμένης Παναγίας με σαφείς ενδείξεις θιγμένης αξιοπρέπειας και κακομοιριάς συγχρόνως. Ο Βελζεβούλης!

Και να σούρχονται κι οι φίλοι – κυρίως τα θηλυκά – και να σου λένε: «πως το βαστά η καρδιά σου να μαλώνεις ετούτη την ψυχούλα;». Τι να τους πεις τώρα; ότι ετούτη η «ψυχούλα» είναι η μετεμψύχωση του Αλ Καπόνε; Πως όση ώρα είναι ξένος στο σπίτι είναι όλο γλύκες και χάδια και πήδους και χαρές κι όταν μείνουμε μόνοι κατουράει όπου βρει, σκορπίζει το χώμα από τις γλάστρες σ’ όλο το μπαλκόνι κι ύστερα κρύβεται κάτω από το κρεβάτι για να γλιτώσει;

Ένα άλλο κοινό σημείο που είχα με το Μανουήλη είναι ότι και οι δυο γουστάραμε πιο καλά το δρόμο από το σπίτι. Αυτό στη δική μου περίπτωση σημαίνει ότι ως ενήλιξ και ώριμος άνθρωπος – λέμε τώρα! – μπορώ και αλητεύω κατά βούλησιν. Ο Μανουήλης όμως ήτανε δεν ήτανε τριών μηνών και τονε φοβόμουνα τον μπαγάσα μη μου τον φάει καμία ρόδα. Έτσι ο τάλας έμενε στο σπίτι και με περίμενε. Τρόπος του λέγειν δηλαδή, καθώς το σπίτι το βρισκα κάθε φορά να μοιάζει με βομβαρδισμένη πόλη. Η εκδικητική του μανία περιελάμβανε ανεξάντλητη ποικιλία παραλλαγών. Μασούλημα παντόφλας, φάγωμα καλωδίων τηλεφώνου, σκίσιμο εργασίας Απειροστικού ΙΙ και κυρίως – παλιά του τέχνη κόσκινο – σκόρπισμα σκουπιδιών σε όλο το σπίτι.

Ας μη νομίσει όμως κανείς ότι με το Μανουήλη δεν είχαμε και τις καλές μας στιγμές. Το τι χαρές μου έκανε (όταν ήταν η ώρα να φάει) το τι χοροπηδά έπαιζε (όταν θα τον έβγαζα βόλτα) και τι γρυλίσματα ανακούφισης (όταν τον άφηνα στην ησυχία του) δεν περιγράφεται.

Ένα άλλο κοινό μας σημείο η σημασία του οποίο δεν πρέπει να παραγνωριστεί ήταν η μουσική μας παιδεία. Ήταν τότε που μόλις είχε κυκλοφορήσει ο πρώτος δίσκος μας με τους «Χαϊνηδες» κι όποιος ερχόταν στο σπίτι περνούσε από υποχρεωτική ακρόαση. Στο Μανουήλη δεν άρεσαν καθόλου τα τραγούδια που έλεγα εγώ στο δίσκο. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν ένδειξη απέχθειας προς εμέ ή απλώς ένδειξη καλού γούστου. Ίσως και τα δύο…

Επίσης, παρότι περιφρονούσε κάθε μου καθοριστική επίδοση εκτιμούσε τα μάλα τις στιγμές που συνέθετα τα «αριστουργήματά» μου, κυρίως διότι πολύ εγούσταρε να ξαπλώνει μέσα στη μαλακή ζεστή θήκη της κιθάρας μου.

Στο μόνο που συμφωνούσαμε ήταν η κλασική μουσική. Εμένα μου άρεσε το Conserto Aranjouez και του Μανουήλη το σκληρό, τραγανιστό εξώφυλλό του.

Έτσι ρομαντικά κυλούσε ο καιρός σε μια συγκατοίκηση ανοχής, υπομονής και επιμονής.

Ώσπου ένα μεσημέρι, έξι μήνες μετά, συνέβη το μοιραίο. Ναρκωμένος από την κούραση μιας αποτυχημένης εξέτασης θεωρίας Αριθμών αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, με τρόμο διαπίστωσα ότι αυτό το ακαθόριστο πράγμα που μασουλάει ο μικρός ήταν το μοναδικό ζευγάρι γυαλιά μυωπίας μου. Αυτή η απρόσμενη καταστροφή σε συνδυασμό με την απερίγραπτη αφραγκία των ημερών (η οποία προδίκαζε μια μακρά περίοδο στραβομάρας) ξεχείλισε το ποτήρι.

Τον έδειρα πολύ εκείνο το μεσημέρι κι ύστερα το μετάνιωσα. Αλλά ήταν πολύ αργά. Το ζωντανό δεν με ξαναεμπιστεύθηκε ποτέ από τότε και στο εξής. Τι χάδια, τι παρακάλια, τι βόλτες, βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου – τίποτα αυτός, ανένδοτος. Τότε, σε μια προσπάθεια να κάνω κάτι θεαματικό, άνοιξα την πόρτα και τον προέτρεψα να του δίνει. Με κοίταξε υποψιασμένος. Του χάριζα την ελευθερία του; ‘Η μήπως τον κορόιδευα; Έκανε δυο-τρία διστακτικά βήματα μετρώντας την κατάσταση. Ύστερα χίμηξε προς την πόρτα κι εξαφανίστηκε. Πίστεψα πως δεν θα τον ξαναδώ.

Μετά από τρία μερόνυχτα, ένα ξημέρωμα Τρίτης, με ξύπνησαν κάτι σπαραξικάρδια αλυχτίσματα από το δρόμο. Βγήκα αλαφιασμένος στο μπαλκόνι και τι να δω: Όλη η γειτονιά στο πόδι και στη μέση ο Μανουήλης να ουρλιάζει σα λύκος στην πανσέληνο. «Δικός σου είναι ο μπάσταρδος; Άντε μάζεψέ τον, μας ξαγρύπνησε το βρομόσκυλο. Αλλά τι περιμένω; Καλλιτέχνης σου λέει;!».

Με την ουρά στα σκέλια κατέβηκα να του ανοίξω την εξώπορτα. Όρμησε, μούριξε μια γλειψιά κι ανέβηκε τις σκάλες για να προσγειωθεί στο καλάθι του. Αλλά τι Μανουήλης ήταν αυτός; Το να του αυτί καταματωμένο, η μύτη του γρατσουνισμένη κι όλο του το τρίχωμα κατάμαυρο. Έτρεμε ο δυστυχής από το φόβο του. Ανακουφισμένος σκέφτηκα πως εκεί έξω υπήρχαν και χειρότεροι τύραννοι από μένα.

Έκανε τρεις βδομάδες να ξεμυτίσει. Μόνο από το μπαλκόνι γάβγιζε παραπονιάρικα να φοβερίσει τα περαστικά αδέσποτα. Έπειτα, δειλά-δειλά, άρχισε πάλι τις τσάρκες. Επέστρεφε κάθε δύο – τρεις μέρες, κατάκοπος, τρισάθλιος και τρισευτυχισμένος. Το άλλο πρωί με ξύπναγε να του ανοίξω για να ξαναφύγει. Οι επισκέψεις του ολοένα και αραίωναν. Κάποια στιγμή χρειάστηκε ν’ ανέβω στην Αθήνα για μια ηχογράφηση. Όταν επέστρεψα δεν τον ξαναβρήκα.

Μούπαν κάτι γείτονες πως ήρθε κανά δυο φορές και κλαψούριζε στην πόρτα.

Εγώ από τότε δεν τον ξαναείδα.

Προσπάθησα να του γράψω ένα τραγούδι,. Τζίφος… Τώρα πια μοιράζω το χρόνο μου ανάμεσα στην Αθήνα, τις συναυλίες και δεν έρχομαι στην Κρήτη όσο συχνά θέλω. Πού και πού, όμως, όταν επιστρέφω, κάτι άγρυπνες νύχτες αφουγκράζομαι τους σιωπηλούς δρόμους κάτω από το σπίτι. Και περιμένω…

 


 

 

ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΤΕΥΧΟΣ 25

ΜΑΡΤΙΟΣ 1997

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣ (συνθέτης) – ΠΑΝΤΕΙΟΣ 1974

 

Προσκλητήριο των αιωνίων σπουδατών (στα όνειρα)

 

Ε ρε, χαμός. Ξύλο έπεφτε στα Αμφιθέατρα. Χουντιάρηδες, Φράξιες, λίγο μετά – να το «εδώ Πολυτεχνείο». Φτιάχναμε μουσικές και θέατρα μετά τη μεταπολίτευση. Φοιτητικό τμήμα Παντείου. Μαζί κι η Νομική, και οι άλλες σχολές. Να σας πω ονόματα: Νίκος Μαστοράκης – σπούδαζε τότε στον Κουν – τώρα σκηνοθετεί Πίντερ στην Αρβανίτη.

Μαρία Κατσιαδάκη – κολλητή μου στο φροντιστήριο – τώρα πρωταγωνήστρια στο «Θέατρο του Νότου».

Η Νικολακοπούλου – που την ερωτεύτηκα ύστερα.

Η Μάρία Μαρκέτου, ο Σιαμσιάρης, ο Τζουμάκας, η Λασκαρίνα, ο Καράγιωργας, ο Κανλέλος – σήμερα πρέσβυς στην Αλβανία: Οι πρώτες διαγραφές. - Όλες στις παραδόσεις του Καράγιωργα. – Ο Καράγιωργας. Ο Σάκης Καράγιωργας. Θυμάμαι ακόμα τα γαλάζια του Μάτια. Ο Φίλιος, ο Φίλιας. Ο Σαββόπουλος έπαιζε πρώτη πανελλήνια τους Αχαρνείς στον κήπο της Σχολής. Τραγούδαγαν κι οι Κατσιμίχες. Μουσικές και θέατρα. Η ΚΝΕ! Χάλια Μαύρα! Τι καννίβαλοι που υπήρξαμε – της ΚΝΕ – Θεέ μου. Κι όμως – η Πετούση βγήκε ηθοποιάρα. Την είδαμε και στη Λάμψη. Ο Παντελιδάκης γεννούσε τις πρώτες του ζωγραφιές.

Μεταφράζαμε τις Εκκλησιάζουσες που δεν ανέβηκαν ποτέ. Βλέπαμε τα Άπαντα του Παζολίνι στο αμφιθέατρο. Το «προξενιό» του Βούλγαρη, τις «Μέρες του ‘36» του Αγγελόπουλου – παρόντες οι σκηνοθέτες – συζήτηση μετά. Ο Λεοντής έπαιζε «καπνισμένο τσουκάλι» κι ανακαλύπταμε το χάι του «μαρξιστικού γαμισιού» και του αληθινού έρωτα του πρώτου, σε νοικιασμένες «ρεφενέ» γκαρσονιέρες περί την Σχολή. Ήταν υπέροχα όλα. Ελπίζαμε.

 

 

 


ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1997

ΤΕΥΧΟΣ 23

 

Φοιτητικές ιστορίες

Στάθης (Σταυρόπουλος) σκιτσογράφος

 

Πάντειος 1974….

 

«Η Αυλή των θαυμάτων»

Στην πραγματικότητα δεν υπήρξα φοιτητής. Ίσως, ένα είδος πλανόδιος που διανυκτέρευσε κάποιες φορές στην Αυλή των θαυμάτων.

Κυρίως, όταν λιποτακτούσε από το προηγούμενο κεφάλαιο της ζωής του χωρίς, βεβαίως, να ξέρει ότι λιποτακτεί! Είχαμε άλλες λέξεις τότε. «Άλλαξε επίπεδο…»!

Φοίτησα σε τρεις σχολές, τώρα είμαι ερωτευμένος και με τις τρεις! Στη μία πλήρωνα, η άλλη δεν με αγάπησε και με την Τρίτη χώρισα. Απότομα. Ένα πρωινό, μπαρκάρισα για αλλού, ενώ ήμουν ακόμα στην αγκαλιά της. Φορούσα στολή τότε, ταυτοχρόνως ήμουν τριτοετής στην Πάντειο.

Είχα ήδη λείψει δύο χρόνια από τη Σχολή και, παίρνοντας «άδεια εξετάσεων», είχα έρθει να δώσω ένα μάθημα. Έδωσα μαζί με πρωτοετείς, πέντε χρόνια νεώτερους, που έδιναν άλλο μάθημα, μόνος ανάμεσά τους. Κανένας χαβαλές, καμιά βαβούρα, καβγάς, διακήρυξη, καταγγελία, επί της διαδικασίας – τίποτα! σεμνά, ήσυχα και ωραία, σαν σε Γυμνάσιο, τα παιδιά εξεταζόντουσαν. Στο πρώτο κιχ που έκανα και στο πρώτο επεισόδιο που πήγα να σκαρώσω με αποπήραν και με έβαλαν στη θέση μου, από την οποία προσπαθούσα να σηκωθώ για πλάκα, για κάποιο λόγο που θα ‘βρισκα αργότερα! Το ειρωνικό μειδίαμα του βοηθού (και παρατηρητή του Βατερλό μου) με αποτέλειωσε. Ήμουν ένας κόκκινος δεινόσαυρος!

Βγήκα στην ηρωική αυλή του Παντείου. Μεσημεράκι και ψιλόβρεχε. Εγώ, όμως, φώναξα τη νύχτα, έκαμα προσκλητήριο στις παρέες, στα πανό, στην περιφρούρηση. Χλιαρή ήρθε η βραδιά απ’ έξω μπάτσοι και περιπολικά. Μέσα οργίαζε η Συνέλευση. Δώδεκα ώρες και ακόμα δεν είχαμε συμφωνήσει για τη διαδικασία! Είχαμε, όμως, στο μεταξύ βγάλει τρία ψηφίσματα και οπωσδήποτε τρία φλερτ (θα) είχαν αποδώσει και κάνα δύο έρωτες (θα) είχαν γεννηθεί.

Σιγά που δεν θα αλλάζαμε τον κόσμο! Σιγά που θα πεθαίναμε! (4-5 έχουν ήδη φύγει). Σιγά που δεν θα γινόμασταν πρωθυπουργοί! (4-5 έχουν γίνει δυστυχώς υπουργοί). Σιγά που δεν θα την αγαπούσαμε για πάντα! (Αν εξαιρέσεις δύο – τρεις, οι υπόλοιποι άφησαν στην πληγή τους να φυτρώσει ένα φυλάκιο).

Κι όμως! Τότε, σε κείνα τα χρόνια, που η ζωή έτρεχε στην Αγορά και στους Δρόμους με τα αγάλματα των Σοφιστών στολισμένα σημαίες, συνθήματα, μπροσούρες, φυλλάδια και πορείες, τότε 19, 20, 21, 25 χρόνων, τότε είχαμε πραγματικά γεννηθεί! Κόκκινοι και μαύροι μικροί πρίγκιπες, αιχμηροί και τρυφεροί, αδέξιοι και ηρωικοί. Είκοσι χρόνια πριν τη Ρούλα Κορομηλά! Σιγά που δεν θα την στείλουμε στο Διάολο…

Τον επόμενο αιώνα ίσως, αλλά δεν βαριέσαι, εδώ είμαστε!

 


 

ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1996

ΤΕΥΧΟΣ 22

 

Φοιτητικές ιστορίες

Ηλίας Κατσούλης στιχουργός

Φιλοσοφική Αθηνών 1959-1963

 

«Ίσως δεν ήταν η ‘Αλεξάνδρεια’, αλλά σίγουρα η ‘Πόλις’»

 

Την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Kennedy (Νοέμβρης ’63) έδινα το τελευταίο μάθημα για το πτυχίο. Ήταν ο επίλογος της φοιτητικής μου ζωής, που άρχισε το 1959. Παιδί της επαρχίας ήρθα σε μια γοητευτική και ανθρώπινη, ακόμη, Αθήνα. Στο κτίριο της Νομικής παρακολούθησα το «έργο» τέσσερα χρόνια. Στην οθόνη της μνήμης οι πρωταγωνιστές – καθηγητές. Όλοι αυστηροί, συντηρητικοί και υπερήλικες.

Πρώτη εικόνα που συγκροτώ, εκείνη του Ζακυθινού. Μπήκε σοβαρός στην αίθουσα κουβαλώντας τον «ένδοξό μας Βυζαντινισμό». Κάποιοι αντέδρασαν με ψιθύρους στην προσφώνησή του «Κύριοι και κυρίες». Ετοιμόλογος καθώς ήταν, πρόσθεσε «Η λέξις δεσποινίς δεν μαρτυρείται παρ’ αρχαίοις». Μετά γνωρίσαμε τον εσωστρεφή, απόκοσμο και ασκητικό Τωμαδάκη, τον παραστατικά (υπέρ) κινητικό Βουρβέρη, τον  Κορρέ που ένα έτος «κατόρθωσε» να διδάξει τρεις ολόκληρους συνδέσμους (γαρ, επεί, και), τον «χαρίεντα» Ζώρα, το σωσία του Νικήτα Χρουτσώφ Σπετσιέρη, τον Ηλιόπουλο (καθηγητή Γυμνασίου με ερωτήσεις, χέρια υψωμένα, κατάλογο κ.λπ.), τον «πολυλόγο» Απόστολο (Δασκαλάκη) που σε μια ώρα «παρέδιδε» 50-100 σελ. διαβάζοντας από το βιβλίο του κ.ά. Στον Δασκαλάκη η αίθουσα μεταβαλλόταν σε εντευκτήριο. Ο πρώτο φίλος μου στο Πανεπιστήμιο, ο Κερκυραίος Προκόπης Κοντομάρης, εκείνη την ώρα με μυούσε στην όπερα, σφυρίζοντάς μου στ’ αυτί εισαγωγές και άριες (Rossini, Verdi, Puccini).

Στο Ιστορικό – Αρχαιολογικό που βρέθηκα (τρίτο έτος) «βασίλευαν» ο μόνιμως ασθμαίνων Κοντολέων, ο αυστηρότατος και καθ’ όλα ακριβής Μαρινάτος (έδιωξε φοιτήτρια, γιατί είπε ΙΛΙΑΔΑ αντί Ιλλιάς), ο Κόλλιας της Μεσαιωνικής Ιστορίας (μου έδωσε το σακάκι του, όταν έτρεμα από το κρύο, στην εκπαιδευτική εκδρομή των τελειοφοίτων στη Δήλο) και πάλι – ο Ζακυθινός που δεν αποχωριζόταν το αρχαιοπρεπές λεξιλόγιό του («κόμισόν μοι τη βακτηρίαν» ζήτησε κάποτε από τον πλησιέστερα καθήμενον του φοιτητή, εννοώντας την πήχη για να δείχνει σημεία στις διαφάνειες ή στο χάρτη).

Το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής (μετεμφυλιακή περίοδος – Καραμανλισμός) επηρέαζε την όλη ατμόσφαιρα και το πνεύμα που επικρατούσαν στη σχολή. Δύσκολο οι περισσότεροι εκδηλώνανε ιδεολογία αντίθετη της κρατούσας. Άλλωστε, η Ασφάλεια ήταν παντού ορατή και αόρατη. Στις εκλογές για την ανάδειξη προεδρείπου του έτους οι «αντιφρονούντες» μονίμως κέρδιζαν τους προκλητικά φωνασκόντες και απειλούντες «κυβερνητικούς». Όταν άρχισε ο ανένδοτος του Παπανδρέου ξεθάρρεψαν οι «φοβισμένοι» και βρήκαν στέγη και πολλοί που ιδεολογικά ήσαν προοδευτικότεροι της Ένωσης Κέντρου. Το σύνθημα 114 πέρασε σε όλα σχεδόν τα στόματα. Ο Θοδωράκης μας έβαζε στα χείλη τα τραγούδια του και στο μυαλό «άλλες ιδέες. Οι κρατούντες χρησιμοποιούσαν «χειροπιαστά» μέσα για να μας «φρονηματίσουν».

Προσωπικά, στο Πανεπιστήμιο δεν έμαθα τόσα πολλά από τους καθηγητές μου, όσα από τις ζυμώσεις αυτές, από κάποιους «προχωρημένους» συμφοιτητές και από τους δρόμους, αυτοί που κρύβουν «τη δική τους ιστορία». Θυμάμαι τον πατέρα μου, που έτρεμε για το επαγγελματικό μου μέλλον, όταν πήγαινα στο χωριό με την «Ελευθερία» του Κόκκα (την Επιθεώρηση Τέχνης την αγόραζα και τη διάβαζα κρυφά) και τη μάνα μου να με αποκαλεί «μπολσεβίκο», γιατί δεν σηκωνόμουν πια τα πρωινά της Κυριακής για την εκκλησία. Το Πανεπιστήμιο, πίστευαν πως με «χάλασε».

Ευτύχησα να έχω σπουδαίους συμφοιτητές που σήμερα συμβάλλουν στον πολιτισμό του τόπου. Ο Σπύρος Ευαγγελλάτος, ο Κώστας Μπαρέτας (συγγραφέας), ο Κώστας Φωτεινός (επίσης συγγραφέας), ο Κώστας Μπαλάσκας αποτελούσαν τη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού της σχολής μας «Εστιάς» έγραφαν σ’ αυτό ο πρόωρα χαμένος ποιητής Ανδ. Αγγελάκης, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Κωστής Σβολόπουλος (καθ. Πανεπιστημίου) κ.ά.

Ιδιαίτερα περήφανος αισθάνομαι, γιατί δύο από τους αγαπημένους συγγραφείς σήμερα, ο πεζογράφος Γ. Γιατρομανωλάκης και ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ήσαν συμφοιτητές μου.

Περνώ πολλές φορές έξω από το αγνώριστο πια κτίριο της Νομικής. Μοιάζει με το παλιό μου σπίτι που το ‘δώσαν «αντιπαροχή». Δεν μπορώ ν’ αντισταθώ στη νοσταλγία, όμως, της νεότητας, των φίλων, της εποχής (έστω και τόσο δύσκολης).

Ίσως δεν ήταν η «Αλεξάνδρεια» που χάθηκε! Ήταν, όμως η «Πόλις», που θα μ’ ακολουθεί, γιατί «καλλίτερη απ’ αυτή δεν θα βρεθεί».